- σέσηρα
- σαίρωpart the lips and show the closed teethperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεσήρασι — σεσήρᾱσι , σαίρω part the lips and show the closed teeth perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσήρασιν — σεσήρᾱσιν , σαίρω part the lips and show the closed teeth perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… … Dictionary of Greek
σαίρω — (I) Α (μόνο στον παρακμ. σέσηρα με σημ. ενεστ.) 1. τραβώ τα χείλη μου προς τα πίσω και δείχνω τα δόντια μου όπως ο σκύλος 2. γελώ δείχνοντας τα δόντια μου 3. διαστέλλω τα χείλη μου 4. (για πληγή ή έλκος) χάσκω («ἔλκος σεσηρὸς καὶ ἐκπεπλιγμένον»,… … Dictionary of Greek
σεσηρότως — Α επίρρ. με διεσταλμένα τα χείλη, δηλαδή με πλατύ χαμόγελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. σεσηρώς, ότος τού σέσηρα, παρακμ. τού αμάρτυρου ενεστ. σαίρω (Ι) «γελώ δείχνοντας τα δόντια»] … Dictionary of Greek